deprive$20307$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

deprive$20307$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Deprive; Deprivation (disambiguation); Deprive (disambiguation)

deprive      
v. αποστερώ, στερώ

Ορισμός

deprivation

Βικιπαίδεια

Deprivation

Deprivation or deprive may refer to:

  • Poverty, pronounced deprivation in well-being
    • Objective deprivation or poverty threshold, the minimum level of income deemed adequate in a particular country
    • Relative deprivation, the lack of resources to sustain the lifestyle that one is accustomed to or that a society approves
  • Deprivation (child development), inadequate meeting of child's needs required for an adequate child development
  • Deprivation of rights under color of law, a federal criminal offense under U.S. law
  • Deprivation, the taking away from a clergyman of his benefice or other spiritual promotion or dignity by an ecclesiastical court